- χωρίζω
- χωρ-ίζω, [tense] pf. [voice] Pass. κεχώρισμαι, [ per.] 3pl. [dialect] Ion.A
κεχωρίδαται Hdt.1.140
, 151, al.: ([etym.] χωρίς).I in local sense, separate, divide,χ. ἀλλήλων λόχους E.Ph.108
; exclude,τὴν πτέρνην Hp.Fract.11
, etc.: τί τινος, freq. in Pl.,χ. τὴν ψυχὴν τοῦ σώματος R.609d
, cf. Phlb.55e;ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψ. Phd.67c
, cf. Plt.268c, etc.;πάντα κατὰ φυλάς X.Oec.9.8
; with inf. added, [τὴν τάξιν] ἐπὶ τῷ μέσῳ ἐχώρισεν ἕπεσθαι Id.An.6.5.11
; οἱ χωρίζοντες the Separators, a name given to those Grammarians (Xenon and Hellanicus acc. to Procl.Chr.p.102 Allen) who ascribed the Iliad and Odyssey to different authors, Sch.A Il.2.356,649, 11.692,21.416:—[voice] Pass., to be separated, severed, or divided, Hdt.1.151, 3.12, al.; τινος E.IT1002, Pl.Ti.31b;σοφόν . . πάντων κεχωρισμένον Heraclit.108
.II separate in thought, distinguish,ἡδύ τε καὶ δίκαιον Pl.Lg.663a
;ἀπὸ τῶν ὠφελίμων τὰ καθ' αὑτά Arist.EN1096b14
;χ. καὶ διασπᾶν Id.PA642b18
; esp. in Logic,τὸν ἴδιον τῆς οὐσίας ἑκάστου λόγον ταῖς . . οἰκείαις διαφοραῖς χ. Id.Top.108b6
, cf. 132a13:— [voice] Pass., to be different,κεχωρίδαται πολλὸν τῶν . . ἄλλων ἀνθρώπων Hdt. 1.140
: less freq. c. dat.,κεχώρισται οὗτος ὁ χειμών . . τοῖσι ἐν ἄλλοισι χωρίοισι γινομένοισι χειμῶσι Id.4.28
;ἀπ' ἀλλήλων Isoc.14.49
; νόμοι κεχωρισμένοι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων laws apart from others, far different, Hdt.1.172, cf. Plb.31.23.11;γνῶμαι κεχωρισμέναι Hdt.4.11
; opp. συγκεχυμένος, Pl.R.524c;κεχώρισται πλεῖστον τό τ' εἶναι καὶ τὸ τοῦτον φάσκειν D.45.26
.III [voice] Pass.,κεχωρισμένη ἀπὸ τοῦ ἀνδρός
divorced,Plb.
31.26.6; θᾶσσον . . οἰστοῦ . . χωρίζεται, of a wife, E.Fr.1063.13.IV later in [voice] Pass., depart, go away, Plb.3.94.9, D.S.19.65, Heraclit.Incred.8;ἐκ θρόνων Ezek.Exag.76
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.